- κυανοβενθής
- κῠᾰνο-βενθής, ές,A with dark-blue depths, prop. of the sea; com. of a cup, Ar.Fr.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανοβενθής — κυανοβενθής, ές (Α) (για ποτήρι ή για θάλασσα) αυτός που έχει σκούρο κυανό βυθό ή πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βενθής (< βένθος «βυθός»), πρβλ. πολυ βενθής] … Dictionary of Greek
κυανοβενθῆ — κυανοβενθής with dark blue depths neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κυανοβενθής with dark blue depths masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κυανοβενθής with dark blue depths masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek